Μετάβαση στο περιεχόμενο

antériorité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
antériorité antériorités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

antériorité (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]