antériorité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
antériorité | antériorités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
antériorité (fr) θηλυκό
- η προτεραιότητα, το να συμβαίνει κάτι πριν από κάτι άλλο