Μετάβαση στο περιεχόμενο

antérograde

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
antérograde antérogrades

Επίθετο

[επεξεργασία]

antérograde (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. προχωρητικός, εξελικτικός
     αντώνυμα: rétrograde

Εκφράσεις

[επεξεργασία]