antecedento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antecedento | antecedentoj |
αιτιατική | antecedenton | antecedentojn |
antecedento (eo)
- το προηγούμενο