antenna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
antenna (en)
- (πληθυντικός: antennae) κεραία (πχ εντόμου: αισθητήριο όργανο)
- (πληθυντικός: antennas) κεραία (συσκευή)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
antenna | antenne |
antenna (it)