antenna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

antenna (en)

  1. (πληθυντικός: antennae) κεραία (πχ εντόμου: αισθητήριο όργανο)
  2. (πληθυντικός: antennas) κεραία (συσκευή)
     συνώνυμα: aerial

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

antenna < λατινική antenna

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
antenna antenne

antenna (it)