antenna
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]antenna (en)
- (πληθυντικός: antennae) κεραία (πχ εντόμου: αισθητήριο όργανο)
- (πληθυντικός: antennas) κεραία (συσκευή)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
antenna | antenne |
antenna (it)