Μετάβαση στο περιεχόμενο

anthropomorphique

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.tʁɔ.pɔ.mɔʁ.fik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
anthropomorphique anthropomorphiques

anthropomorphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό