anticipated
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]anticipated (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]anticipated (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του anticipate
anticipated (en)
anticipated (en)