anticléricalisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  • cléricalisme < anticlérical
  • Η λέξη μαρτυρείται από το 1869.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anticléricalisme (fr) αρσενικό

  • αντικληρικισμός (Η γνώμη αυτών που εναντιώνονται στην ανάμιξη του κλήρου στην πολιτική ζωή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]