antico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | antico | antichi |
θηλυκό | antica | antiche |
antico (it)