antics
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]antics (en)
- τα καμώματα, συμπεριφορά που είναι παράλογη ή επικίνδυνη
- ⮡ I am tired of her antics.
- Μπούχτισα τα καμώματα της.
- ⮡ I am tired of her antics.
antics (en)