Μετάβαση στο περιεχόμενο

antics

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

antics (en)

  • τα καμώματα, συμπεριφορά που είναι παράλογη ή επικίνδυνη
      I am tired of her antics.
    Μπούχτισα τα καμώματα της.