antidopage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
antidopage (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που αφορά το αντιντόπινγκ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
antidopage | antidopages |
antidopage (fr) αρσενικό
- το αντιντόπινγκ