antihémorragique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | antihémorragique | antihémorragiques |
θηλυκό | antihémorragiquee | antihémorragiquees |
Επίθετο[επεξεργασία]
antihémorragique (fr) αρσενικό ή θηλυκό