antilyssique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.li.sik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
antilyssique | antilyssiques |
antilyssique (fr) αρσενικό ή θηλυκό