antithétique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.te.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
antithétique | antithétiques |
antithétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό