anvertrauen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈanfɛɐ̯ˌtʁaʊ̯ən/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : an‐ver‐trau‐en
Ρήμα[επεξεργασία]
anvertrauen (de)
- (μεταβατικό) (jemandem etwas) εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
- (reflexiv) (sich jemandem) εμπιστεύομαι