aortique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɔʁ.tik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aortique aortiques

aortique (fr) αρσενικό ή θηλυκό