apartamento
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- apartamento < apartament- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apartamento | apartamentoj |
αιτιατική | apartamenton | apartamentojn |
apartamento (eo)
- το διαμέρισμα
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
apartamento | apartamentos |
apartamento (es) αρσενικό
- διαμέρισμα
- tiene un apartamento muy bonito - έχει ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- piso
- departamento
- apartamiento (Μεξικό)