aphteux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aphteux | aphteux |
θηλυκό | aphteuse | aphteuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
aphteux (fr) αρσενικό
- ο αφθώδης
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aphteux | aphteux |
θηλυκό | aphteuse | aphteuses |
aphteux (fr) αρσενικό