apocalypse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Apocalypse
      ενικός         πληθυντικός  
apocalypse apocalypses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apocalypse (fr) θηλυκό

  1. η αποκάλυψη
  2. το τέλος του κόσμου

Συγγενικά

[επεξεργασία]