apocalyptique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.pɔ.ka.lip.tik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
apocalyptique apocalyptiques

apocalyptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό