apogeo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogeo | apogeoj |
αιτιατική | apogeon | apogeojn |
apogeo (eo)
- το απόγειο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogeo | apogeoj |
αιτιατική | apogeon | apogeojn |
apogeo (eo)