apogseĝo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogseĝo | apogseĝoj |
αιτιατική | apogseĝon | apogseĝojn |
apogseĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apogseĝo | apogseĝoj |
αιτιατική | apogseĝon | apogseĝojn |
apogseĝo (eo)