apollinarien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | apollinarien | apollinariens |
θηλυκό | apollinarienne | apollinariennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
apollinarien (fr)
- σχετικός με τον ποιητή Guillaume Apollinaire