apologiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apologiser (en) (ΗΒ) και apologizer (ΗΠΑ)
- o απολογούμενος
- αυτός που ζητάει συγγνώμη αναγνωρίζοντας το λάθος του
apologiser (en) (ΗΒ) και apologizer (ΗΠΑ)