Μετάβαση στο περιεχόμενο

apostat

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
apostat apostats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apostat (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]