apostolat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.pɔs.tɔ.lat/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
apostolat | apostolats |
apostolat (fr) αρσενικό
- το λειτούργημα, η ιερή αποστολή