apostrofo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apostrofo | apostrofoj |
αιτιατική | apostrofon | apostrofojn |
apostrofo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apostrofo | apostrofoj |
αιτιατική | apostrofon | apostrofojn |
apostrofo (eo)