appareil photo
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
appareil photo | appareils photo |
appareil photo (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
appareil photo | appareils photo |
appareil photo (fr) αρσενικό