Μετάβαση στο περιεχόμενο

appearance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
appearance appearances

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
appearance < appear + -ance

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

appearance (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εμφάνιση, η όψη, ο τρόπος που κάποιος ή κάτι φαίνεται εξωτερικά, αυτό που φαίνεται να είναι κάποιος ή κάτι
      a man with an unhealthy appearance - άνθρωπος με αρρωστιάρικη εμφάνιση
      I judge something by its appearance.
    Κρίνω κάτι από την εμφάνιση.
      We have to change the appearance of this garden.
    Πρέπει να αλλάξουμε την εμφάνιση του κήπου.
      He has a sickly appearance.
    Έχει αρρωστιάρικη όψη.
      I have a new appearance.
    Έχω νέα όψη.
     συνώνυμα:  aspect και look
  2. (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η εμφάνιση, η στιγμή που κάτι αρχίζει να υπάρχει ή αρχίζει να φαίνεται ή να χρησιμοποιείται
      the appearance of difficulties - η εμφάνιση δυσκολιών
     συνώνυμα: emergence
  3. (μετρήσιμο) η εμφάνιση, η παράσταση, η πράξη της δημόσιας εμφάνισης, ιδίως ως ερμηνευτής, πολιτικού κτλ., ή στο δικαστήριο
      her brief appearance on stage - η σύντομη εμφάνιση της στην σκηνή
      his appearance in court - η παράστασή του στο δικαστήριο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη presence