Μετάβαση στο περιεχόμενο

applaudieren

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

applaudieren (de)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • applaudieren - Duden online.
  • applaudieren - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).