appointment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
appointment | appointments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
appointment (en)
- ο διορισμός, η ανάδειξη
- ↪ his appointment to the UN - ο διορισμός του στον ΟΗΕ
- ≈ συνώνυμα: nomination, assignment
- το ραντεβού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη appoint
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 765. ISBN 9780194325684., λήμμα: διορισμός, ραντεβού