Μετάβαση στο περιεχόμενο

apposition

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
apposition appositions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apposition (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]