appréhensif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appréhensif | appréhensifs |
θηλυκό | appréhensive | appréhensives |
Επίθετο[επεξεργασία]
appréhensif (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη appréhender