appraise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας appraise
γ΄ ενικό ενεστώτα appraises
αόριστος appraised
παθητική μετοχή appraised
ενεργητική μετοχή appraising

Ρήμα[επεξεργασία]

appraise (en)

  1. (μεταβατικό) εκτιμώ, εξετάζω επίσημα ένα κτίριο, ένα αντικείμενο κτλ. και λέω πόσο αξίζει
    I am appraising the jewelry’s value.
    Εκτιμώ την αξία κοσμημάτων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη evaluate

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]