approach

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

approach < (κληρονομημένο) μέση αγγλική approchen < (άμεσο δάνειο) γαλλική aprochier

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /əˈpɹoʊt͡ʃ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
approach approaches

approach (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας approach
γ΄ ενικό ενεστώτα approaches
αόριστος approached
παθητική μετοχή approached
ενεργητική μετοχή approaching

approach (en)

  1. προσεγγίζω, πλησιάζω
  2. (μαθηματικά) τείνω προς το, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
    When x approaches 0, then 1/|x| approaches positive infinity.
    Όταν το x τείνει προς το 0, τότε το 1/|x| τείνει προς το συν άπειρο.

Πηγές[επεξεργασία]

  • approach - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)