approach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- approach < (κληρονομημένο) μέση αγγλική approchen < (άμεσο δάνειο) γαλλική aprochier
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
approach | approaches |
approach (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | approach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | approaches |
αόριστος | approached |
παθητική μετοχή | approached |
ενεργητική μετοχή | approaching |
approach (en)
- προσεγγίζω, πλησιάζω
- (μαθηματικά) τείνω προς το, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
- ↪ When x approaches 0, then 1/|x| approaches positive infinity.
- Όταν το x τείνει προς το 0, τότε το 1/|x| τείνει προς το συν άπειρο.
- ↪ When x approaches 0, then 1/|x| approaches positive infinity.
Πηγές[επεξεργασία]
- approach - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'wish' (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)