Μετάβαση στο περιεχόμενο

appropriation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
appropriation appropriations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

appropriation (fr) θηλυκό

  1. η οικειοποίηση
  2. ο σφετερισμός

Συγγενικά

[επεξεργασία]