Μετάβαση στο περιεχόμενο

approximately

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
approximately < approximate + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

approximately (en) (χωρίς παραθετικά)

  • περίπου, γύρω σε, κάπου, κανένας, σχεδόν, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω
    παράδειγμα  He is approximately 90 years old.
    Είναι περίπου 90 χρόνων.
    παράδειγμα  It will cost you approximately 100 pounds.
    Θα σου κοστίσει γύρω στις 100 λίρες.
    παράδειγμα  It’s approximately 50 miles.
    Είναι κάπου 50 μίλια.
    παράδειγμα  approximately a hundred liters - καμιά εκατοστή λίτρα
    παράδειγμα  It will cost you 500 pounds approximately.
    Θα σου κοστίσει 500 λίρες κατά προσέγγιση.
    παράδειγμα  approximately one hundred people - εκατό άνθρωποι πάνω κάτω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]