approximately
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- approximately < approximate + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
approximately (en) (χωρίς παραθετικά)
- κατά προσέγγιση, περίπου
- ↪ He is approximately 90 years old.
- Είναι περίπου 90 χρόνων.
- ↪ He is approximately 90 years old.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 689. ISBN 9780194325684., λήμμα: περίπου