Μετάβαση στο περιεχόμενο

appui

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
appui appuis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

appui (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]