appuyer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
appuyer (fr)
- στηρίζω, υποστηρίζω
- στηρίζομαι
- πατώ (κουμπί, κουδούνι κ.λπ.)
- ακουμπώ