aprobo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aprobo | aproboj |
αιτιατική | aprobon | aprobojn |
aprobo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aprobo | aproboj |
αιτιατική | aprobon | aprobojn |
aprobo (eo)