apron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- apron < (κληρονομημένο) μέση αγγλική naperon < παλαιά γαλλική napperon
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
apron | aprons |
apron (en)
- (ενδυμασία) η ποδιά
- (αεροπορικός όρος) πίστα ελιγμών, πίστα στάθμευσης, δευτερεύουσα πίστα, βοηθητική πίστα
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]apron (eo)
Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ενδυμασία (αγγλικά)
- Αεροπορικοί όροι (αγγλικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (εσπεράντο)