aptas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]aptas (la)
- αιτιατική πληθυντικού, θηλυκού γένους (apta) του aptus
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]aptas (la)
aptas (la)
aptas (la)