apteczka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική apteczka apteczki
γενική apteczki apteczek
δοτική apteczce apteczkom
αιτιατική aptecz apteczki
οργανική aptecz apteczkami
τοπική apteczce apteczkach
κλητική apteczko apteczki
apteczka (1) na ścianie

Ετυμολογία [επεξεργασία]

apteczka (pl) < υποκοριστικό του apteka (pl)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /apˈtɛt͡ʃ̑ka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

apteczka (pl) θηλυκό