aptekarz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | aptekarz | aptekarze |
γενική (dopełniacz) | aptekarza | aptekarzy |
δοτική (celownik) | aptekarzowi | aptekarzom |
αιτιατική (biernik) | aptekarza | aptekarzy |
οργανική (narzędnik) | aptekarzem | aptekarzami |
τοπική (miejscownik) | aptekarzu | aptekarzach |
κλητική (wołacz) | aptekarzu | aptekarze |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
aptekarz < apteka
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aptekarz (pl) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη apteka