aptitude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aptitude | aptitudes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aptitude (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η κλίση, η έφεση, η έμφυτη ικανότητα να κάνει κάτι
- ↪ He showed a great aptitude for music.
- Έδειξε μεγάλη κλίση στη μουσική.
- ↪ She has an aptitude for foreign languages.
- Έχει έφεση στις ξένες γλώσσες.
- ↪ He showed a great aptitude for music.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aptitude | aptitudes |
aptitude (fr) θηλυκό