aquarelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aquarelle < ιταλική acquarella < acqua
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aquarelle | aquarelles |
aquarelle (fr) θηλυκό
- η υδατογραφία, η ακουαρέλα
- (συνεκδοχικά) πίνακας που έχει ζωγραφιστεί με την παραπάνω μέθοδο