aranĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aranĝo | aranĝoj |
αιτιατική | aranĝon | aranĝojn |
aranĝo (eo)
- η διαρρύθμιση, η οργάνωση