araneaĵo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | araneaĵo | araneaĵoj |
αιτιατική | araneaĵon | araneaĵojn |
araneaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | araneaĵo | araneaĵoj |
αιτιατική | araneaĵon | araneaĵojn |
araneaĵo (eo)