arbitraciisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- arbitraciisto < arbitraci- + -ist- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arbitraciisto | arbitraciistoj |
αιτιατική | arbitraciiston | arbitraciistojn |
arbitraciisto (eo)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Αυτός που έχει την διαιτησία σαν επάγγελμα (-ist-), αντίθετα με το arbitracianto).