arboreal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

arboreal (en)

  1. δενδρικός, που αναφέρεται σε δέντρο, -α ή μοιάζει με αυτό
  2. δενδρόβιος, που ζει ή δαπανά μεγάλο τμήμα της ημέρας σε δέντρο ή δέντρα