arboriculture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arboriculture | arboricultures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arboriculture (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
arboriculture | arboricultures |
arboriculture (fr) θηλυκό